σίνομαι — σί̱νομαι , σίνομαι harm aor subj mp 1st sg (epic) σί̱νομαι , σίνομαι harm pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῖναι — σίνομαι harm aor imperat mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινόμεθα — σῑνόμεθα , σίνομαι harm aor subj mp 1st pl (epic) σῑνόμεθα , σίνομαι harm pres ind mp 1st pl σῑνόμεθα , σίνομαι harm imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίνετ' — σί̱νεται , σίνομαι harm aor subj mp 3rd sg (epic) σί̱νεται , σίνομαι harm pres ind mp 3rd sg σί̱νετο , σίνομαι harm imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινόδους — και σινόδων και σε κώδ. σινώδων, οντος, ὁ, ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σινόδους και σινόδων είδος σαρκοφάγου ψαριού που ζει κατά αγέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν… … Dictionary of Greek
σινώ — (I) έω, Α βλ. σίνομαι. (II) όω, Α [σῑνος] σίνομαι … Dictionary of Greek
κατασινομένων — κατασῑνομένων , κατά σίνομαι harm pres part mp fem gen pl κατασῑνομένων , κατά σίνομαι harm pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασινόμενον — κατασῑνόμενον , κατά σίνομαι harm pres part mp masc acc sg κατασῑνόμενον , κατά σίνομαι harm pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασίνεται — κατασί̱νεται , κατά σίνομαι harm aor subj mp 3rd sg (epic) κατασί̱νεται , κατά σίνομαι harm pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσίνου — περσί̱νου , περί σίνομαι harm pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) περσί̱νου , περί σίνομαι harm imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) περί σινόω pres imperat act 2nd sg περί σινόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)